- ζαλίκι
- 1) burden2) load
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ζαλίκι — το 1. φορτίο, ζαλίγκα 2. μτφ. οικονομικό ή ηθικό βάρος («κακό ζαλίκι ήταν αυτό to δάνειο») 3. το υπόστρωμα που προσαρμόζεται στην πλάτη ή στους ώμους τού αχθοφόρου και πάνω στο οποίο τοποθετείται το φορτίο 4. το σχοινί με το οποίο δένεται κάποιο… … Dictionary of Greek
ζαλίκι — το ιού, φορτίο από ξύλα που μεταφέρεται στην πλάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαλιά — η φορτίο από ξύλα ή φρύγανα, το οποίο βαστάζει κάποιος στους ώμους, αλλ. ζαλίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
αζαλίκωτος — (I) η, ο [ζαλικώνω] 1. αυτός που δεν έχει στην πλάτη του ζαλίκι, φορτίο, ο αζάλωτος* 2. ο χωρίς οικογενειακά βάρη, άγαμος. (II) η, ο [αζαλικώνομαι] αυτός που δεν αζαλικώθηκε, δεν έπαθε ο αζάλικάς του … Dictionary of Greek
ζαλίγκα — και ζαλίκα, η 1. φορτίο, συνήθως από ξύλα που μεταφέρεται στους ώμους ή στη ράχη 2. (ως επίρρ.) πάνω στους ώμους, καβάλα («τόν πήρε ζαλίγκα μέχρι το σπίτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
ζαλικώνω — και ζαλιγκώνω [ζαλίκι] 1. φορτώνω 2. μέσ. ζαλικώνομαι και ζαλιγκώνομαι και ουμαι α) φορτώνομαι, μεταφέρω βάρος στην πλάτη μου β) μτφ. φορτώνομαι οικονομικά ή ηθικά βάρη … Dictionary of Greek
ζαλώνω — 1. φορτώνω κάποιον ή κάτι τοποθετώντας το φορτίο στην πλάτη του 2. μέσ. ζαλώνομαι φορτώνομαι («προχτές... ζαλώθη ένα δαμάλι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
ζαλιά — η βλ. ζαλίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)